Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αβαριτσιώτισσα οι Αβαριτσιώτισσες
      γενική της Αβαριτσιώτισσας των Αβαριτσιωτισσών
    αιτιατική την Αβαριτσιώτισσα τις Αβαριτσιώτισσες
     κλητική Αβαριτσιώτισσα Αβαριτσιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αβαριτσιώτισσα < Αβαριτσιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.va.ɾiˈt͡sço.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐βα‐ρι‐τσιώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αβαριτσιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αβαριτσιώτης