Übung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Übung | die | Übungen |
γενική | der | Übung | der | Übungen |
δοτική | der | Übung | den | Übungen |
αιτιατική | die | Übung | die | Übungen |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαÜbung (de) θηλυκό
- η άσκηση