Ölmühle
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Ölmühle | die | Ölmühlen |
γενική | der | Ölmühle | der | Ölmühlen |
δοτική | der | Ölmühle | den | Ölmühlen |
αιτιατική | die | Ölmühle | die | Ölmühlen |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Ölmühle (de) θηλυκό