πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική zdrobnienie zdrobnienia
γενική zdrobnienia zdrobnień
δοτική zdrobnieniu zdrobnieniom
αιτιατική zdrobnienie zdrobnienia
οργανική zdrobnieniem zdrobnieniami
τοπική zdrobnieniu zdrobnieniach
κλητική zdrobnienie zdrobnienia

  Ετυμολογία

επεξεργασία
zdrobnienie < zdrobnić

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

zdrobnienie (pl) ουδέτερο

  1. (γραμματική) υποκοριστικό
    zdrobnieniem rzeczownika dom jest domek a rzeczownika lampa to lampka - το υποκοριστικό του ουσιαστικού σπίτι είναι σπιτάκι και του ουσιαστικού λάμπα είναι λαμπίτσα