zdrobnienie
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | zdrobnienie | zdrobnienia |
γενική | zdrobnienia | zdrobnień |
δοτική | zdrobnieniu | zdrobnieniom |
αιτιατική | zdrobnienie | zdrobnienia |
οργανική | zdrobnieniem | zdrobnieniami |
τοπική | zdrobnieniu | zdrobnieniach |
κλητική | zdrobnienie | zdrobnienia |
Ετυμολογία
επεξεργασία- zdrobnienie < zdrobnić
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαzdrobnienie (pl) ουδέτερο
- (γραμματική) υποκοριστικό
- zdrobnieniem rzeczownika dom jest domek a rzeczownika lampa to lampka - το υποκοριστικό του ουσιαστικού σπίτι είναι σπιτάκι και του ουσιαστικού λάμπα είναι λαμπίτσα