πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική wierzba wierzby
γενική wierzby wierzb
δοτική wierzbie wierzbom
αιτιατική wierzbę wierzby
οργανική wierzbą wierzbami
τοπική wierzbie wierzbach
κλητική wierzbo wierzby

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

wierzba (pl) θηλυκό