wierzba
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | wierzba | wierzby |
γενική | wierzby | wierzb |
δοτική | wierzbie | wierzbom |
αιτιατική | wierzbę | wierzby |
οργανική | wierzbą | wierzbami |
τοπική | wierzbie | wierzbach |
κλητική | wierzbo | wierzby |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαwierzba (pl) θηλυκό
- η ιτιά