Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
volunteer volunteers

volunteer (en)

  • ο εθελοντής, η εθελόντρια
    ⮡  Hundreds of volunteers gathered to help with the reforestation.
    Εκατοντάδες εθελοντές συγκεντρώθηκαν για να βοηθήσουν στην αναδάσωση.
ενεστώτας volunteer
γ΄ ενικό ενεστώτα volunteers
αόριστος volunteered
παθητική μετοχή volunteered
ενεργητική μετοχή volunteering

volunteer (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) προσφέρω, παρουσιάζομαι εθελοντικά
    ⮡  They volunteered to do overtime.
    Προσφέρθηκαν εθελοντικά να κάνουν υπερωρίες.
    ⮡  She volunteered to work in the election campaign.
    Προσφέρθηκε εθελοντικά να δουλέψει στην προεκλογική εκστρατεία.
    ⮡  How many volunteered?
    Πόσοι εθελοντές παρουσιάστηκαν;
  2. (μεταβατικό) προσφέρω, δίνω κάτι αυθόρμητα, από μόνος μου
    ⮡  He volunteered some information (=He voluntarily gave some information.)
    Έδωσε αυθόρμητα μερικές πληροφορίες.