up-to-date
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | up-to-date |
συγκριτικός | more up-to-date |
υπερθετικός | most up-to-date |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˌʌp tə ˈdeɪt/
- ⓘ
Επίθετο επεξεργασία
up-to-date (en)
- τελευταίος, μοντέρνος
- ↪ up-to-date fashion - τελευταία μόδα
- ↪ an up-to-date teaching method - μοντέρνα διδακτική μέθοδος
- ενημερωμένος, έχω ή συμπεριλαμβάνω τις πιο πρόσφατες πληροφορίες
- ↪ Are your account books up-to-date?
- Είναι τα εμπορικά σας βιβλία ενημερωμένα;
- ↪ Are your account books up-to-date?