umowa
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | umowa | umowy |
γενική | umowy | umów |
δοτική | umowie | umowom |
αιτιατική | umowę | umowy |
οργανική | umową | umowami |
τοπική | umowie | umowach |
κλητική | umowo | umowy |
Ετυμολογία
επεξεργασίαumowa < umówić
Ουσιαστικό
επεξεργασίαumowa (pl) θηλυκό
- (γενικότερα) το συμβόλαιο, το συμφωνητικό