tirade
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tirade | tirades |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtirade (fr) θηλυκό
- μέρος ενός κειμένου, σχετικό με μια ορισμένη ιδέα, που εμφανίζεται πολλές φορές
- (ειδικότερα) (θέατρο) ο μονόλογος
- (με αρνητική έννοια) κοινοτυπίες χωρίς σχέση με το θέμα ενός βιβλίου ή ενός λόγου