ενικός         πληθυντικός  
tirade tirades

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tirade (fr) θηλυκό

  1. μέρος ενός κειμένου, σχετικό με μια ορισμένη ιδέα, που εμφανίζεται πολλές φορές
  2. (ειδικότερα) (θέατρο) ο μονόλογος
  3. (με αρνητική έννοια) κοινοτυπίες χωρίς σχέση με το θέμα ενός βιβλίου ή ενός λόγου