tiré à quatre épingles
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία↓ γένος | ενικός | πληθυντικός |
αρσενικό | tiré à quatre épingle | tirés à quatre épingle |
θηλυκό | tirée à quatre épingle | tirées à quatre épingle |
Ετυμολογία
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις tiré, tirer, à, quatre και épingle. Κυριολεκτικά: τεντωμένος με τέσσερις καρφίτσες, μεταφορικά: άψογα στερεωμένος, όπως για ύφασμα καλά τεντωμένο και ατσαλάκωτο
Προφορά
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαtiré à quatre épingles (fr)