Ετυμολογία

επεξεργασία
teub, verlan του bite (λέξη της αργκό που σημαίνει πέος). Σπανιότερη μορφή: teubi

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tœb/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
teub teubs

teub (fr) θηλυκό

  1. (verlan) (χυδαίο) ο πούτσος
    Ma seule faiblesse, les femmes. J'ai une grosse teub, je les laisse en profiter.
    Emmanuel Érida, En désespoir de cause, Le Manuscrit
    Avoir une petite teub c’est dur à accepter car tu te sens blessé dans ta virilité et tu fais une fixation.
    Extrait de Taille du pénis : paroles d’internautes sur le site doctissimo
     συνώνυμα: pénis, (αργκό) bite
  2. (μεταφορικά) (χυδαίο) (υβριστικά) ηλίθιος άνθρωπος, ανίκανος, τιποτένιος
    Mais quelle teub je suis ! C'était évident. - Μα τι ηλίθια είμαι! Ήταν φως φανάρι!
     συνώνυμα: bite, gland, tête de nœud

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • teuch (το θηλυκό ισοδύναμο)

Παρώνυμα

επεξεργασία
  • TOB (traduction œcuménique de la bible, οικουμενική μετάφραση της βίβλου)