teub
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
teub | teubs |
teub (fr) θηλυκό
- (verlan) (χυδαίο) ο πούτσος
- Ma seule faiblesse, les femmes. J'ai une grosse teub, je les laisse en profiter.
- Emmanuel Érida, En désespoir de cause, Le Manuscrit
- Avoir une petite teub c’est dur à accepter car tu te sens blessé dans ta virilité et tu fais une fixation.
- Ma seule faiblesse, les femmes. J'ai une grosse teub, je les laisse en profiter.
- (μεταφορικά) (χυδαίο) (υβριστικά) ηλίθιος άνθρωπος, ανίκανος, τιποτένιος
- Mais quelle teub je suis ! C'était évident. - Μα τι ηλίθια είμαι! Ήταν φως φανάρι!
- ≈ συνώνυμα: bite, gland, tête de nœud
- Mais quelle teub je suis ! C'était évident. - Μα τι ηλίθια είμαι! Ήταν φως φανάρι!
Δείτε επίσης
επεξεργασία- teuch (το θηλυκό ισοδύναμο)
Παρώνυμα
επεξεργασία- TOB (traduction œcuménique de la bible, οικουμενική μετάφραση της βίβλου)