taxa
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- taxa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tag- (αγγίζω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtaxa (la) θηλυκό
- → δείτε τη λέξη ταξί
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | taxa | taxae |
γενική | taxae | taxārum |
δοτική | taxae | taxīs |
αιτιατική | taxam | taxās |
κλητική | taxa | taxae |
αφαιρετική | taxā | taxīs |
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
taxa | taxas |
taxa (pt) θηλυκό
- ο φόρος