Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική sytuacja sytuacje
γενική sytuacji sytuacji(/sytuacyj)
δοτική sytuacji sytuacjom
αιτιατική sytuac sytuacje
οργανική sytuac sytuacjami
τοπική sytuacji sytuacjach
κλητική sytuacjo sytuacje

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

sytuacja (pl) θηλυκό