stypendium
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stypendium | stypendia |
γενική | stypendiów | |
δοτική | stypendiom | |
αιτιατική | stypendia | |
οργανική | stypendiami | |
τοπική | stypendiach | |
κλητική | stypendia |
Ετυμολογία επεξεργασία
stypendium < λατινική stipendium
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
stypendium (pl) ουδέτερο