Δείτε επίσης: Splitter
      ενικός         πληθυντικός  
splitter splitters

  Ετυμολογία

επεξεργασία

splitter < split + -er

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsplɪtə/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

splitter (en)

  1. (γενικότερα) αυτός ή αυτό που διαχωρίζει· διαχωριστής
  2. (προφορικό) επιστήμονας ο οποίος έχει την τάση διαχωρίζει τα αντικείμενα της έρευνάς του σε περισσότερες και μικρότερες κατηγορίες
  3. (τεχνολογία) διαχωριστής - διανεμητής, αντάπτορας ο οποίος διανέμει παράλληλα το ίδιο ακριβώς σήμα σε πολλές εξόδους
    ⮡  έχω μόνο μία κιθάρα, αλλά με splitter διανέμω τον ήχο σε δύο ενισχυτές
    ⮡  η εικόνα από την κονσόλα στέλνεται μέσω splitter σε τρεις οθόνες
     αντώνυμα: switch