socculus
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
socculus αρσενικό
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | socculus | socculī |
γενική | socculī | socculōrum |
δοτική | socculō | socculīs |
αιτιατική | socculum | socculōs |
κλητική | soccule | socculī |
αφαιρετική | socculō | socculīs |