Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική roślina rośliny
γενική rośliny roślin
δοτική roślinie roślinom
αιτιατική roślinę rośliny
οργανική rośliną roślinami
τοπική roślinie roślinach
κλητική roślino rośliny

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /rɔɕˈlʲĩna/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

roślina (pl) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία