resource
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
resource (en)
- πόρος
- (υλικό υπολογιστή) ο πόρος (CPU, μνήμη, κλπ.) ενός υπολογιστικού συστήματος
- back-up resource (εφεδρικός πόρος)[1]
- (λογισμικό) πόρος, οι διαθέσιμες λειτουργίες των προγραμμάτων ενός συστήματος
- (διαδίκτυο) συνώνυμο του web resource
- → δείτε τη λέξη uniform resource identifier (URI)
Υπώνυμα επεξεργασία
υλικό υπολογιστή:
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- resource στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.