Ετυμολογία

επεξεργασία
resourcefulness < resourceful + -ness

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
resourcefulness resourcefulnesses

resourcefulness (en)

  1. ευρηματικότητα στην αντιμετώπιση δυσκολιών
  2. επινοητικότητα

Συγγενικά

επεξεργασία