Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευρηματικότητα οι ευρηματικότητες
      γενική της ευρηματικότητας των ευρηματικοτήτων
    αιτιατική την ευρηματικότητα τις ευρηματικότητες
     κλητική ευρηματικότητα ευρηματικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευρηματικότητα < αρχαία ελληνική: εὑρίσκω, εὕρεσις < ευρίσκω < επίθετο: ευρηματικός + επίθημα: -ότητα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ευρηματικότητα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία