ευρηματικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευρηματικότητα < αρχαία ελληνική: εὑρίσκω, εὕρεσις < ευρίσκω < επίθετο: ευρηματικός + επίθημα: -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ευρηματικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του ευρηματικού· η ικανότητα επινόησης πρωτότυπων και αποτελεσματικών λύσεων
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευρηματικότητα