Ετυμολογία

επεξεργασία
uniform resource identifier < → δείτε τις λέξεις uniform, resource και identifier
      ενικός         πληθυντικός  
uniform resource identifier uniform resource identifiers

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

uniform resource identifier (en)

Δείτε επίσης

επεξεργασία