uniform
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- uniform < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική uniforme < λατινική uniformis[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈjunəˌfɔɹm/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : uni‐form
Ουσιαστικό
επεξεργασίαuniform (en) (πληθυντικός uniforms)
- (ενδυμασία) η στολή
- το γράμμα U στο φωνητικό αλφάβητο του NATO
Επίθετο
επεξεργασίαuniform (en)
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαuniform (en)
- ντύνω κάποιον με στολή