ομοιόμορφο αναγνωριστικό πόρων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ομοιόμορφο αναγνωριστικό πόρων < → δείτε τις λέξεις ομοιόμορφος, αναγνωριστικό και πόρος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική uniform resource identifier
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαομοιόμορφο αναγνωριστικό πόρων}}
- (διαδίκτυο) συμβολοσειρά χαρακτήρων (string) που προσδιορίζει έναν πόρο (resource) προσβάσιμο μέσω του διαδικτύου (internet)
- συντομογραφία: URI
Υπώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ομοιόμορφο αναγνωριστικό πόρων