requies
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- requies < re- + quies < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷieh₁-ti- (ανάπαυση, ησυχία)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrequies θηλυκό
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | requies | requietēs |
γενική | requietis | requietum |
δοτική | requietī | requietibus |
αιτιατική | requietem | requietēs |
κλητική | requies | requietēs |
αφαιρετική | requiete | requietibus |
αιτιατική ενικού & requiem αφαιρετική ενικού & requie |