reakcja
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | reakcja | reakcje |
γενική | reakcji | reakcji(/reakcyj) |
δοτική | reakcji | reakcjom |
αιτιατική | reakcję | reakcje |
οργανική | reakcją | reakcjami |
τοπική | reakcji | reakcjach |
κλητική | reakcjo | reakcje |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
reakcja (pl)