rapture
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαrapture < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική rapture < λατινική raptūra ενεργητική μετοχή του rapiō (αρπάζω). Απαντά από το 1600[1]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
rapture | raptures |
rapture (en)
- έκσταση
- ⮡ The high dome of the Haghia Sophia made me feel such rapture and awe.
- ο υψηλός θόλος της Άγιας Σοφίας με έκανε να νιώσω τέτοια έκσταση και δέος
- ≈ συνώνυμα: ecstasy, bliss, euphoria, elation, exaltation, exhilaration
- ⮡ The high dome of the Haghia Sophia made me feel such rapture and awe.
Συγγενικά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | rapture |
γ΄ ενικό ενεστώτα | raptures |
αόριστος | raptured |
παθητική μετοχή | raptured |
ενεργητική μετοχή | rapturing |
rapture (en)
Αναφορές
επεξεργασία