rękojeść
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rękojeść | rękojeści |
γενική | rękojeści | rękojeści |
δοτική | rękojeści | rękojeściom |
αιτιατική | rękojeść | rękojeści |
οργανική | rękojeścią | rękojeściami |
τοπική | rękojeści | rękojeściach |
κλητική | rękojeści | rękojeści |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrękojeść (pl) θηλυκό
- η λαβή, το τμήμα ενός αντικειμένου το οποίο χρησιμοποιούμε για να το πιάσουμε