réceptionniste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- réceptionniste < réception
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʁe.sɛp.sjɔ.nist/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
réceptionniste | réceptionnistes |
réceptionniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- υπάλληλος της ρεσεψιόν (σε ξενοδοχείο, εταιρεία, οργανισμό...), η / ο ρεσεψιονίστ