ρεσεψιονίστ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρεσεψιονίστ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρεσεψιονίστ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (επάγγελμα) υπάλληλος που υποδέχεται τους πελάτες στην ρεσεψιόν
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρεσεψιονίστ