Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ρεσεψιόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική réception[1]

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ρεσεψιόν θηλυκό άκλιτο

  • ο χώρος υποδοχής των επισκεπτών-πελατών, κυρίως σε ένα ξενοδοχείο

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία