réceptif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- réceptif < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʁe.sɛp.tif/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | réceptif | réceptifs |
θηλυκό | réceptive | réceptives |
réceptif (fr)