Ετυμολογία

επεξεργασία
pusher < push + -er

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpʊʃə/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pusher (en)

  1. ωθητής, προωθητής
  2. υπάλληλος που έχει ως καθήκον να ωθεί τους επιβάτες λεωφορείων, τρένων κ.λπ. σε ώρες αιχμής, ώστε να μπορέσουν να αποβιβαστούν όλοι στην ώρα τους
  3. (αργκό) βαποράκι, (μικρ)έμπορος ναρκωτικών
  4. (αργκό) κορίτσι ή γυναίκα
  5. αεροσκάφος με προπέλα πίσω από την άτρακτο