Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
pusher
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
pusher
<
push
+
-er
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈpʊʃə
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
pusher
(en)
ωθητής
,
προωθητής
υπάλληλος
που έχει ως
καθήκον
να
ωθεί
τους επιβάτες λεωφορείων, τρένων κ.λπ. σε
ώρες
αιχμής
, ώστε να μπορέσουν να αποβιβαστούν όλοι στην
ώρα
τους
(
αργκό
)
βαποράκι
, (
μικρ
)
έμπορος
ναρκωτικών
(
αργκό
)
κορίτσι
ή
γυναίκα
αεροσκάφος
με
προπέλα
πίσω από την
άτρακτο