Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική przygoda przygody
γενική przygody przygód
δοτική przygodzie przygodom
αιτιατική przygodę przygody
οργανική przygodą przygodami
τοπική przygodzie przygodach
κλητική przygodo przygody

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pʃɨˈɡɔda/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

przygoda (pl) θηλυκό