πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική porównanie porównania
γενική porównania porównań
δοτική porównaniu porównaniom
αιτιατική porównanie porównania
οργανική porównaniem porównaniami
τοπική porównaniu porównaniach
κλητική porównanie porównania

  Ετυμολογία

επεξεργασία

porównanie < porównywać / porównać

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

porównanie (pl) ουδέτερο

  1. η σύγκριση
  2. (γλωσσολογία) η παρομοίωση