pocałunek
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pocałunek | pocałunki |
γενική | pocałunku | pocałunków |
δοτική | pocałunkowi | pocałunkom |
αιτιατική | pocałunek | pocałunki |
οργανική | pocałunkiem | pocałunkami |
τοπική | pocałunku | pocałunkach |
κλητική | pocałunku | pocałunki |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˌpɔ.t͡s̑aˈwũ.nɛk/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpocałunek (pl) αρσενικό
- το φιλί