plena
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plena | plenaj |
αιτιατική | plenan | plenajn |
plena (eo)
Καταλανικά (ca)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαplena (ca)
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του plenus
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του plenus