Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
plen-
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Εσπεράντο (eo)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρίζα
1.2.1
Παράγωγα
Εσπεράντο
(eo)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
plen-
<
γαλλική
plein
Ρίζα
επεξεργασία
plen-
(eo)
ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια:
γεμίζω
,
γεμάτος
Παράγωγα
επεξεργασία
plena
plene
plenigi
pleniĝi