Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

patrimonium < pater, patri- + -monium
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: πατριμόνιον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

patrimonium ουδέτερο

  1. (οικονομία) πατριμόνιο, περιουσία από πατέρα σε γιο
  2. προσωπική περιουσία του αυτοκράτορα

Κλίση επεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική patrimonium patrimonia
γενική patrimoniī & patrimoni patrimoniōrum
δοτική patrimoniō patrimoniīs
αιτιατική patrimonium patrimonia
κλητική patrimonium patrimonia
αφαιρετική patrimoniō patrimoniīs
(β' κλίση)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις patrimi και pater

  Πηγές επεξεργασία