Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πατριμόνιο τα πατριμόνια
      γενική του πατριμόνιου των πατριμόνιων
    αιτιατική το πατριμόνιο τα πατριμόνια
     κλητική πατριμόνιο πατριμόνια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πατριμόνιο < μεσαιωνική ελληνική πατριμόνιον[1] < λατινική patrimonium < pater + -monium

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πατριμόνιο ουδέτερο

  1. (παρωχημένο, νομικός όρος) περιουσία της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. πατριμόνιον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)