Ετυμολογία

επεξεργασία
overhang < over- + hang

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
overhang overhangs

overhang (en)

  • η προεξοχή, η περίσσεια που εξέχει/πετάει έξω
ενεστώτας overhang
γ΄ ενικό ενεστώτα overhangs
αόριστος overhung, overhanged
παθητική μετοχή overhung, overhanged
ενεργητική μετοχή overhanging
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

overhang (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)

  • προεξέχω πάνω από
    ⮡  cliffs/branches overhanging a river - βράχια/κλαδιά που προεξέχουν πάνω από ένα ποτάμι
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη protrude