protrude
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | protrude |
γ΄ ενικό ενεστώτα | protrudes |
αόριστος | protruded |
παθητική μετοχή | protruded |
ενεργητική μετοχή | protruding |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαprotrude (en) (αμετάβατο, επίσημο)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- protrude - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 737. ISBN 9780194325684., λήμμα: προεξέχω