ενεστώτας protrude
γ΄ ενικό ενεστώτα protrudes
αόριστος protruded
παθητική μετοχή protruded
ενεργητική μετοχή protruding

  Ετυμολογία

επεξεργασία
protrude < λατινική protrudo

protrude (en) (αμετάβατο, επίσημο)

Συγγενικά

επεξεργασία