okno
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | okno | okna |
γενική | okna | okien |
δοτική | oknu | oknom |
αιτιατική | okno | okna |
οργανική | oknem | oknami |
τοπική | oknie | oknach |
κλητική | okno | okna |
Ετυμολογία επεξεργασία
okno < πρωτοσλαβική okъno
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
okno (pl) ουδέτερο
- το παράθυρο
Σλοβακικά (sk) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
okno < πρωτοσλαβική okъno
Ουσιαστικό επεξεργασία
okno (sk)
- το παράθυρο
Σλοβενικά (sl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
okno < πρωτοσλαβική okъno
Ουσιαστικό επεξεργασία
okno (sl)
- το παράθυρο
Τσεχικά (cs) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
okno < πρωτοσλαβική okъno
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
okno (cs) ουδέτερο
- το παράθυρο