nox
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- nox < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *nókʷts (σκοτάδι), κοινή στο σανσκριτικό nakti (νύχτα), στο αγγλικό night και στο ελληνικό νύχτα (< νύξ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαnox (la) θηλυκό
- η νύχτα
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nox | noctēs |
γενική | noctis | noctium |
δοτική | noctī | noctibus |
αιτιατική | noctem | noctēs |
κλητική | nox | noctēs |
αφαιρετική | nocte | noctibus |