πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική naczynie naczynia
γενική naczynia naczyń
δοτική naczyniu naczyniom
αιτιατική naczynie naczynia
οργανική naczyniem naczyniami
τοπική naczyniu naczyniach
κλητική naczynie naczynia

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

naczynie (pl) ουδέτερο

  1. σκεύος
  2. δοχείο
  3. (βιολογία) αγγείο