milczenie
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | milczenie | milczenia |
γενική | milczenia | milczeń |
δοτική | milczeniu | milczeniom |
αιτιατική | milczenie | milczenia |
οργανική | milczeniem | milczeniami |
τοπική | milczeniu | milczeniach |
κλητική | milczenie | milczenia |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
milczenie (pl) ουδέτερο
- η σιωπή