mia
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mia | miaj |
αιτιατική | mian | miajn |
mia (eo) κτητικό επίθετο
- mia filino kaj mia filo venos morgaŭ - η κόρη μου κι ο γιος μου θα έρθουν αύριο
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- mia < mio
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | mio | mii |
θηλυκό | mia | mie |
mia (it)
Λομβαρδικά (lmo)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | mio | mii |
θηλυκό | mia | mie |
mia
Σουαχίλι (sw)
επεξεργασίαΑριθμητικό
επεξεργασίαmia (sw)