Ετυμολογία

επεξεργασία
maxillaris < maxill(a) (σαγόνι) + -aris

  Επίθετο

επεξεργασία

maxillaris (la)

  • που σχετίζεται ή αναφέρεται στο σαγόνι, του σαγονιού

Συγγενικά

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική maxillaris maxillaris maxillare maxillarēs maxillarēs maxillaria
γενική maxillaris maxillaris maxillaris maxillarium maxillarium maxillarium
δοτική maxillarī maxillarī maxillarī maxillaribus maxillaribus maxillaribus
αιτιατική maxillarem maxillarem maxillare maxillarēs maxillarēs maxillaria
κλητική maxillaris maxillaris maxillare maxillarēs maxillarēs maxillaria
αφαιρετική maxillari maxillari maxillari maxillaribus maxillaribus maxillaribus
(Τριτόκλιτα επίθετα)

Απόγονοι

επεξεργασία

maxillaris (λατινικά)

μεσαιωνικά ελληνικά: μαξιλάριν > μαξιλάρι
ποντιακά: μαξιλάριν
νέα ελληνικά: μαξιλάρι