maxilla
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
maxilla | maxillae / maxillas |

Ετυμολογία
επεξεργασία
- maxilla < (λόγιο δάνειο) λατινική maxilla, υποκοριστικό του mala
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- maxilla - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- maxilla - Oxford Learner's Dictionaries
Λατινικά (la)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- maxilla: υποκοριστικό του mala → και δείτε maxilla στο αγγλικό Βικιλεξικό
Ουσιαστικό
επεξεργασία
maxilla (la)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη mala
Πηγές
επεξεργασία
- maxilla - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.