ενικός         πληθυντικός  
maxilla maxillae / maxillas
 
Τα οστά του προσωπικού κρανίου στα αγγλικά.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
maxilla < (λόγιο δάνειο) λατινική maxilla, υποκοριστικό του mala

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

maxilla (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
maxilla: υποκοριστικό του mala → και δείτε  maxilla στο αγγλικό Βικιλεξικό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

maxilla (la)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη mala