masturbation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- masturbation < λατινική masturbatio < manus (χέρι) + stupratio (η πράξη του «βρομίζω»)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈmas.tʌr.ˌbeɪ.ʃən/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmasturbation (en)
- ο αυνανισμός, η μαλακία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- masturbation < λατινική masturbatio < manus (χέρι) + stupratio (η πράξη του «βρομίζω»)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mas.tyʁ.ba.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
masturbation | masturbations |
masturbation (fr) θηλυκό
- ο αυνανισμός, η μαλακία
- ≈ συνώνυμα: onanisme, (οικείο): branlette, touche-pipi
- (μεταφορικά) πνευματώδης συζήτηση που θεωρείται στείρα