Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική maść maści
γενική maści maści
δοτική maści maściom
αιτιατική maść maści
οργανική maścią maściami
τοπική maści maściach
κλητική maści maści

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

maść (pl) θηλυκό